φορμόλη
Смотреть что такое "φορμόλη" в других словарях:
φορμόλη — φορμόλη, η και φορμαλίνη, η (χημ.), διάλυμα φορμαλδεΰδης σε νερό, που έχει μεγάλη αντισηπτική δύναμη και καταστρέφει τα μικρόβια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φορμόλη — η, Ν χημ. εμπορική ονομασία τής χημικής ένωσης φορμαλδεΰδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formol, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek
εμπυροφόρμιο — το ονομασία φαρμακευτικού σκευάσματος από πίσσα και φορμόλη, το οποίο χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν για διάφορες δερματικές παθήσεις … Dictionary of Greek
φορμαλίνη — η, Ν χημ. εμπορική ονομασία υδατικού διαλύματος τής φορμαλδεΰδης που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, τη βυρσοδεψία κ.α., αλλ. φορμόλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. formalin, εμπορική ονομασία] … Dictionary of Greek
φορμαλδεΰδη — η (χημ.), υγρό με πολύ μεγάλη αντισηπτική δύναμη, που όταν διαλύεται στο νερό δίνει τη φορμόλη (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)